- σταυρώνομαι
- σταυρώνομαι, σταυρώθηκα, σταυρωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προσπείρω — Α 1. καρφώνω 2. παθ. προσπείρομαι (για τον Χριστό) σταυρώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πείρω «καρφώνω, διατρυπώ»] … Dictionary of Greek
συγκρέμαμαι — Μ κρεμιέμαι ή σταυρώνομαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κρέμαμαι «κρεμιέμαι»] … Dictionary of Greek
συσταυρώ — όω, ΜΑ [σταυρῶ / ώνω] 1. μετέχω σε σταύρωση 2. παθ. συσταυροῦμαι, όομαι α) σταυρώνομαι μαζί με άλλον («καὶ οἱ συνεσταυρωμένοι αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν», ΚΔ) β) μτφ. μετέχω στο ψυχικό πάθος, στο μαρτύριο κάποιου … Dictionary of Greek